παρασφαλίζω

παρασφαλίζω
Α [ασφαλίζω]
1. ασφαλίζω με πρόσθετη ασφάλεια
2. μέσ. παρασφαλίζομαι
εξασφαλίζομαι με πρόσθετες οχυρώσεις, ασφαλίζομαι στα πλάγια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρασφάλισμα — τὸ, Α [παρασφαλίζω] πρόσθετη ασφάλεια, ασφάλεια από τα πλάγια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”